- λευκόξενος
- ο (ορυκτ.)1. τιτανιούχο ορυκτό που απαντά με τη μορφή γκριζωπών ή κιτρινωπών επιπάγων πάνω σε κόκκους ιλμενίτη, τού οποίου και είναι προϊόν εξαλλοίωσης2. ορυκτό, ποικιλία τής σφήνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leucoxene].
Dictionary of Greek. 2013.